EPIOSYINFO NEWS
latest

728x90

468x60

Η Πανδημία και η Παγκόσμια Οικονομία

Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, πτώση εμβασμάτων, απότομες αντιστροφές ροών κεφαλαίων και υποτίμηση νομισμάτων. Μόνο οι τολμηρές πολιτικές – ελάφρυνση του χρέους, διεθνής χρηματοδότηση, προγραμματισμός και πολλά άλλα – θα αποτρέψουν περαιτέρω καταστροφή.


Jayati Ghosh*

Υπάρχει ακόμη πολλή αβεβαιότητα σχετικά με την πανδημία COVID-19: όσον αφορά στην έκταση της εξάπλωσής της, τη σοβαρότητά της σε διάφορες χώρες, τη διάρκεια της έξαρσης και το αν μια αρχική βελτίωση της κατάστασης θα δώσει τη θέση της σε μια επανεμφάνιση. Αλλά ορισμένα πράγματα είναι ήδη σίγουρα: γνωρίζουμε ότι ο οικονομικός αντίκτυπος αυτής της πανδημίας είναι ήδη τεράστιος, με αποτέλεσμα οτιδήποτε έχουμε βιώσει στη ζωή μας μέχρι σήμερα να μοιάζει ασήμαντο. Το τρέχον σοκ στην παγκόσμια οικονομία είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και είναι πιθανό να είναι πιο έντονο από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Ακόμη και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, ενώ διέκοψαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και κατέστρεψαν φυσική υποδομή και πληθυσμούς, δεν περιελάμβαναν τους περιορισμούς στην κινητικότητα και την οικονομική δραστηριότητα που ισχύουν σήμερα στην πλειονότητα των χωρών. Πρόκειται, επομένως, για μια πρωτοφανή παγκόσμια πρόκληση και απαιτεί πρωτοφανείς απαντήσεις.

Αυτός ο πολύ σοβαρός οικονομικός αντίκτυπος προφανώς δεν απορρέει από την ίδια την πανδημία, αλλά από μέτρα που έχουν υιοθετηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τη συγκράτησή της, τα οποία έχουν κυμανθεί από σχετικά ήπιους περιορισμούς στην κινητικότητα και τις δημόσιες συναθροίσεις έως ολοκληρωτικά lockdown (και λήψη αυστηρών μέτρων) που έχουν επιφέρει τη διακοπή των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Αυτό έχει σημάνει μια ταυτόχρονη πίεση και στη ζήτηση και στην προσφορά. Κατά τη διάρκεια του κλειδώματος (lockdown), ο κόσμος (ειδικά όσοι είναι χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας) στερείται εισοδημάτων και η ανεργία αυξάνεται δραστικά, προκαλώντας τεράστιες μειώσεις στη ζήτηση κατανάλωσης που θα συνεχιστούν στην περίοδο μετά την άρση του κλειδώματος. Ταυτόχρονα, η παραγωγή και η διανομή σταματούν για όλα εκτός από τα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες – και ακόμη και για αυτούς τους τομείς, ο εφοδιασμός επηρεάζεται άσχημα λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής και ανισορροπιών στις εισροές και εκροές που επιτρέπουν την παραγωγή και διανομή. Προηγούμενες περιφερειακές και παγκόσμιες κρίσεις δεν οδήγησαν σε αυτήν την σχεδόν απόλυτη παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Ο θανατηφόρος συνδυασμός της κατάρρευσης τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή τη φορά η κρίση είναι πραγματικά διαφορετική και πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών καταρρέει ήδη. Ο ΠΟΕ αναμένει ότι το εμπόριο θα μειωθεί σε ποσοστό μεταξύ 13 έως 32% το 2020. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν μετριοπαθείς, επειδή σιωπηρά βασίζονται στη σχετικά γρήγορη συγκράτηση του ιού και στην άρση του λοκ ντάουν μέσα στο καλοκαίρι. Οι εξαγωγές αγαθών – εκτός από εκείνα που θεωρούνται “απαραίτητα” – έχουν σταματήσει ουσιαστικά. Τα ταξίδια έχουν περιοριστεί δραματικά σε σχέση με το παρελθόν και ο τουρισμός έχει επίσης σταματήσει προς το παρόν. Διάφορες άλλες διασυνοριακές υπηρεσίες που δεν μπορούν να παρασχεθούν ηλεκτρονικά, συρρικνώνονται απότομα. Οι τιμές του εμπορίου έχουν καταρρεύσει και θα συνεχίσουν να μειώνονται. Τον μήνα που προηγήθηκε έως τις 20 Μαρτίου 2020, οι τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων μειώθηκαν κατά 37%, με τις τιμές της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων να μειώνονται κατά 55%.

Εντός των εθνικών συνόρων, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται με έως τώρα αδιανόητα ποσοστά, επιφέροντας όχι μόνο μια δραματική άμεση κατάρρευση αλλά προοιωνίζει και μια  μελλοντική συρρίκνωση, καθώς θα υπάρξουν αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 22 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους σε τέσσερις εβδομάδες, ενώ το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά 10 έως 14% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Αλλού η κατάσταση δεν είναι διαφορετική, πιθανά μάλιστα να είναι χειρότερη, καθώς οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν πολλαπλούς παράγοντες οικονομικής ύφεσης. Το ΔΝΤ προέβλεψε στις 14 Απριλίου ότι η παγκόσμια παραγωγή θα μειωθεί κατά 3% το 2020 και κατά 4,5% σε κατά κεφαλήν όρους – και αυτό βασίζεται στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Αυτή η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζει αναγκαστικά την παγκόσμια χρηματοδότηση, η οποία βρίσκεται επίσης σε ανισορροπία. Η πάγια άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ατελείς, όχι μόνο λόγω ασύμμετρης αλλά και ελλιπούς πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται από την πράξη: οι αγορές έχουν να κάνουν με την πρόβλεψη στον χρόνο και τώρα πρέπει οδυνηρά να αποδεχθούμε ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον, ακόμη και λίγους μήνες μπροστά. Τα οικονομικά στοιχήματα και τα συμβόλαια που έγιναν πριν από λίγους μήνες τώρα φαίνεται εντελώς παράλογο να ισχύουν. Τα περισσότερα χρέη είναι σαφώς μη βιώσιμα. Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις θα είναι τόσο ακραίες, με αποτέλεσμα να “γονατίζουν” τους περισσότερους ασφαλιστές. Οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι καμία από τις εικασίες στις οποίες στηρίχθηκαν οι προηγούμενες επενδύσεις δεν ισχύει πλέον. Αυτές οι αρνητικές δυνάμεις μαζί ισοδυναμούν με τεράστιες απώλειες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης (μια τάξη που πάσχιζε χωρίς αποτέλεσμα να δείξει κάποιο δυναμισμό την τελευταία δεκαετία).

Άνισα αποτελέσματα

Σε έναν ήδη πολύ άνισο κόσμο, αυτή η κρίση έχει ήδη αυξήσει και θα συνεχίσει να αυξάνει απότομα την παγκόσμια ανισότητα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στις πολύ διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός από την Κίνα, την χώρα προέλευσης της πανδημίας, η οποία κατάφερε να συγκρατήσει τη διάδοσή της και να αναγεννήσει την οικονομική δραστηριότητα σχετικά γρήγορα), σε σύγκριση με τις προηγμένες οικονομίες. Το τρομακτικά τεράστιο μέγεθος της κρίσης προφανώς έχει χρεωθεί στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι οποίοι (πιθανώς προσωρινά) εγκατέλειψαν όλες τις συζητήσεις για τη δημοσιονομική λιτότητα και ξαφνικά φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα απλώς να χρηματοδοτήσουν πολιτικές από τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Είναι πιθανό ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει υπό το κράτος του πανικού που προέκυψε την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου, χωρίς μαζική παρέμβαση από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου – όχι μόνο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Τράπεζα της Αγγλίας και άλλες.

Το «τεράστιο προνόμιο» των Ηνωμένων Πολιτειών ως κατόχων του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τους δίνει προφανώς μεγαλύτερη ελευθερία να στηρίξουν τη δική τους οικονομία. Ωστόσο, άλλες ανεπτυγμένες χώρες προτείνουν, επίσης, αρκετά μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα, από 5% του ΑΕΠ στη Γερμανία έως 20% στην Ιαπωνία, εκτός από διάφορα άλλα επεκτατικά και σταθεροποιητικά μέτρα μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.

Αντίθετα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια να συμμετάσχουν σε τέτοιες πολιτικές, και ακόμη και εκείνες οι μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες που θα μπορούσαν να το πράξουν, φαίνεται να περιορίζονται από τον φόβο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα τιμωρήσουν σκληρά τυχόν δημοσιονομικές ατασθαλίες. Αυτό είναι από μόνο του τρομερό: οι οικονομικές ανάγκες τους είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από αυτές στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες -πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη ζήσει την πανδημία στην πραγματική της έκταση- έχουν πληγεί από μια αληθινή καταιγίδα κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου, πτώσης εμβασμάτων, απότομων αντιστροφών των ροών κεφαλαίων και υποτίμησης του νομίσματος. Μόνο τον Μάρτιο, η διαφυγή κεφαλαίων από περιουσιακά στοιχεία αναδυόμενων αγορών ήταν περίπου 83 δισεκατομμύρια δολάρια και από τον Ιανουάριο σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν φύγει έξω από τις αναπτυσσόμενες χώρες – σε σύγκριση με 26 δισεκατομμύρια δολάρια μετά την οικονομική κρίση του 2008. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου μειώθηκαν κατά τουλάχιστον 70% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 και τα spread στα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών έχουν αυξηθεί απότομα. Τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν υποτιμηθεί ως επί το πλείστον απότομα, εκτός από της Κίνας. Η κρίση του συναλλάγματος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, κάτι που είναι πιο δύσκολο να γίνει λόγω της συρρίκνωσης των εισροών συναλλάγματος και της αύξησης του εγχώριου κόστους για την εξυπηρέτησή τους. Στις αρχές του Απριλίου, ογδόντα πέντε χώρες είχαν προσεγγίσει το ΔΝΤ για βοήθεια έκτακτης ανάγκης λόγω σοβαρών προβλημάτων στις υποχρεώσεις πληρωμής σε ξένο νόμισμα και ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να αυξηθεί.

Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις, οι οποίες είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από οποιοδήποτε φαινόμενο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, συνδέονται πια με οικονομίες που ήδη παλεύουν με τις τρομερές εγχώριες οικονομικές συνέπειες των στρατηγικών τους για τον περιορισμό του ιού. Το βάρος αυτών των διαδικασιών έχει βαρύνει υπερβολικά τους άτυπους και επισφαλώς εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι στερούνται βασικά μέσα για τη διαβίωσή τους και βυθίζονται στη φτώχεια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Το 70% των εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι εκτός τυπικής και δηλωμένης καταγραφής και είναι απίθανο να πληρώνονται έστω και στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια του λοκ ντάουν, κατά το οποίο αναγκάζονται να είναι ανενεργοί. Οι εργαζόμενοι με τυπικές συμβάσεις έχουν επίσης αρχίσει να χάνουν τις δουλειές τους. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε στις αρχές του Απριλίου ότι περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε εργαζόμενους στον κόσμο αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας και των συναφών πολιτικών απαντήσεων, και οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι  εργαζόμενες γυναίκες είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν δυσανάλογα: να χάσουν θέσεις εργασίας και να αντιμετωπίσουν σημαντικές περικοπές αμοιβών, να πεταχθούν έξω από την αγορά εργασίας όταν υπάρξουν ξανά διαθέσιμες θέσεις, να υποφέρουν κατά τη διάρκεια του κλειδώματος λόγω αυξημένης πιθανότητας ενδοοικογενειακής βίας, να υποφέρουν από κακή διατροφή σε μια περίοδο έλλειψης τροφίμων στα νοικοκυριά.

Σε πολλές χώρες, οι ελλείψεις αγαθών συνδέονται με δραματικές αυξήσεις στην έκταση της απόλυτης φτώχειας και της αυξανόμενης πείνας, ακόμη και μεταξύ εκείνων που προηγουμένως δεν θεωρούνταν φτωχοί. Πράγματι, η επανεμφάνιση της πείνας σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιθανώς μια ατυχής συνέπεια της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που προέκυψαν. Επιπρόσθετα σε όλες αυτές τις καταθλιπτικές ειδήσεις, τα περισσότερα κράτη στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε υψηλά επίπεδα χρηματοδότησης του ελλείμματος (με δανεισμό από τις κεντρικές τράπεζες) ώστε να επιτρέψουν υψηλές δημόσιες δαπάνες, λόγω των συναλλαγματικών περιορισμών και της εντονότερης πίεσης που θα ασκήσουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ακριβώς των ελλειμμάτων τους.

Οι συνέπειες

Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η αρχή. Τι θα συμβεί όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία; Να θυμόμαστε ότι μετά από ένα σεισμικό σοκ αυτού του μεγέθους, οι οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν απλώς όπως πριν, ξεκινώντας από το σημείο που είχαν σταματήσει πριν από αυτήν την κρίση. Κατά το επόμενο έτος, πολλά πράγματα είναι πιθανό να αλλάξουν, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας αναδιοργάνωσης του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Το διεθνές εμπόριο θα παραμείνει συγκρατημένο για μια περίοδο. Οι περισσότερες τιμές των εμπορευμάτων θα παραμείνουν επίσης χαμηλές, διότι η παγκόσμια ζήτηση θα χρειαστεί κάποιο χρόνο για να ανακάμψει. Αυτό θα επηρεάσει τα έσοδα των εξαγωγέων εμπορευμάτων, αλλά δεν πρόκειται να έχουν πλεονέκτημα ούτε οι εισαγωγείς εμπορευμάτων καθώς θα επικρατήσουν οι συνολικότερες αποπληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από την υποτονική ζήτηση.

Από την άλλη πλευρά, η διάσπαση των αλυσίδων εφοδιασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένες ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων βασικών στοιχείων, δημιουργώντας πληθωρισμό κόστους, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων θα είναι ρευστές και ασταθείς, και οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα αγωνιστούν να προσελκύσουν επαρκές και ασφαλές κεφάλαιο ώστε να προστεθεί στις εγχώριες αποταμιεύσεις και να καλύψει το κόστος χρηματοδότησης του εμπορίου. Οι απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων που έχουν ήδη συμβεί είναι απίθανο να αντιστραφούν εντελώς και θα μπορούσαν ακόμη και να επιταχυνθούν περαιτέρω, ανάλογα με τις στρατηγικές που ακολουθούνται τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι πτώσεις των νομισματικών αξιών, τα υψηλότερα περιθώρια επί των τόκων που καταβάλλονται και οι αυξανόμενες αποδόσεις στα ομόλογα θα συνεχίσουν να κάνουν το εξυπηρετούμενο χρέος ένα τεράστιο πρόβλημα. Πράγματι, το χρέος των περισσότερων αναπτυσσόμενων χωρών θα είναι απλώς μη βιώσιμο.

Εκτός από τα προβλήματα στις εγχώριες τράπεζες και τους λοιπούς δανειστές εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα από μια πιθανή αδυναμία πληρωμής μεγάλης κλίμακας, θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα στις ασφαλιστικές αγορές, με την αποτυχία ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών και την αύξηση των ασφαλίστρων που θα αποτελέσουν αντικίνητρο ασφάλισης για τις περισσότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Τα έσοδα από ταξίδια και τουρισμό θα περιοριστούν επίσης σημαντικά μεσοπρόθεσμα, καθώς η πρότερη εμπιστοσύνη που υπήρχε σε αυτά τα ταξίδια θα έχει διαβρωθεί. Ομοίως, πολλοί μετανάστες θα έχουν χάσει τη δουλειά τους. Η ζήτηση για ξένη εργασία είναι πιθανό να μειωθεί σε πολλές χώρες υποδοχής, με αποτέλεσμα να μειωθούν και τα εμβάσματα. Όλα αυτά θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στα οικονομικά της κυβέρνησης, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Αποφυγή της καταστροφής

Αυτή η λιτανεία της φρίκης βρίσκεται όντως μέσα στη σφαίρα του πιθανού. Ευτυχώς αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι αναπόφευκτα: εξαρτώνται καθοριστικά από τις πολιτικές απαντήσεις. Οι τρομερές συνέπειες που περιγράφονται παραπάνω βασίζονται στους διεθνείς οργανισμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις που δεν λαμβάνουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Υπάρχουν τόσο εθνικές όσο και παγκόσμιες πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα, προτού η κρίση προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές απαντήσεις δεν αυξάνουν (όπως συμβαίνει σήμερα) τις εθνικές και παγκόσμιες ανισότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατηγικές ανάκαμψης πρέπει να αναπροσανατολιστούν μακριά από τις παραχωρήσεις σε μεγάλες εταιρείες χωρίς επαρκή ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους, και προς τη διευκόλυνση της επιβίωσης, της απασχόλησης και της συνεχιζόμενης ζήτησης της κατανάλωσης των ανθρώπων με μικρά και μεσαία εισοδήματα, και της επιβίωσης και επέκτασης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Υπάρχουν ορισμένα προφανή βήματα που πρέπει να λάβει άμεσα η διεθνής κοινότητα. Αυτά τα βήματα βασίζονται στην υπάρχουσα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική – όχι επειδή αυτή η αρχιτεκτονική είναι θεμιτή, δίκαιη ή αποτελεσματική (δεν είναι), αλλά επειδή, δεδομένης της ανάγκης για ταχεία και ουσιαστική ανταπόκριση, απλώς δεν υπάρχει πιθανότητα κατασκευής σοβαρών εναλλακτικών θεσμών και ρυθμίσεων αρκετά γρήγορα. Τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα – ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – πρέπει να επιτύχουν, γεγονός που απαιτεί την παύση της μεροληπτικής υποστήριξης του κεφαλαίου και την προώθηση της δημοσιονομικής λιτότητας.

Το ΔΝΤ είναι το μόνο πολυμερές ίδρυμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί παγκόσμια ρευστότητα και αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να το κάνει σε μεγάλη κλίμακα. Μια άμεση θέσπιση  Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων (SDR), τα οποία είναι συμπληρωματικά αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία (καθορίζονται από ένα σταθμισμένο καλάθι πέντε κύριων νομισμάτων), θα δημιουργούσε πρόσθετη διεθνή ρευστότητα χωρίς επιπλέον κόστος. Δεδομένου ότι μια εκ νέου θέσπιση SDR πρέπει να διανεμηθεί σύμφωνα με την ποσόστωση κάθε χώρας στο ΔΝΤ, δεν μπορεί να είναι σε διακριτική ευχέρεια και δεν μπορεί να υπόκειται σε άλλα είδη προϋποθέσεων ή πολιτικής πίεσης. Πρέπει να δημιουργηθούν και να διανεμηθούν τουλάχιστον 1 έως 2 τρισεκατομμύρια SDR. Αυτό θα έχει τεράστια σημασία ώστε να διασφαλιστεί ότι οι παγκόσμιες διεθνείς οικονομικές συναλλαγές απλά δεν θα “παγώσουν” ακόμη και μετά την άρση των lockdown, και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούν να ασχοληθούν με το διεθνές εμπόριο.

Οι προηγμένες οικονομίες με διεθνή αποθεματικά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά τα SDR μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρέχοντας πρόσθετους πόρους για την καταπολέμηση τόσο της πανδημίας όσο και της οικονομικής καταστροφής.

Αυτό είναι πολύ καλύτερο από την εξάρτηση από το ΔΝΤ για την παροχή δανείων, τα οποία συχνά απαιτούν όρους. (Στο βαθμό που απαιτούνται πρόσθετα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΔΝΤ, πρέπει επίσης να παρέχονται χωρίς όρους, ως καθαρά αντισταθμιστική χρηματοδότηση για αυτό το άνευ προηγουμένου σοκ.)

Η έκδοση περισσότερων SDR είναι επίσης προτιμότερη από το να επιτρέπεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διαδραματίσει το ρόλο του μοναδικού σταθεροποιητή του συστήματος. Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας παρέχουν επί του παρόντος σε κεντρικές τράπεζες μερικών μόνο επιλεγμένων χωρών ρευστότητα δολαρίου. Αλλά αυτό δεν είναι μια πολυμερής κατανομή βασισμένη σε κανόνες. Αυτές οι ανταλλαγές αντικατοπτρίζουν τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και επομένως ενισχύουν τις παγκόσμιες ανισορροπίες ισχύος.

Ένας λόγος για τον οποίο υπήρξε μόνο περιορισμένη θέσπιση των SDR μέχρι στιγμής (η τελευταία αύξηση ήταν μετά την κρίση του 2008, αλλά μόνο με περίπου 276 δισεκατομμύρια SDR) είναι ο φόβος ότι μια τέτοια αύξηση της παγκόσμιας ρευστότητας θα προκαλούσε πληθωρισμό. Όμως, η παγκόσμια οικονομία έζησε χωρίς πληθωρισμό για περισσότερο από μια δεκαετία, ακόμα και αν είχαν γίνει οι μεγαλύτερες αυξήσεις ρευστότητας ποτέ, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακριβώς επειδή η παγκόσμια ζήτηση παρέμεινε χαμηλή.

Η τρέχουσα κατάσταση είναι διαφορετική μόνο επειδή είναι πιο οξυμμένη.

Το δεύτερο σημαντικό διεθνές μέτρο είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων εξωτερικού χρέους. Θα πρέπει να υπάρξει αμέσως αναστολή ή πάγωμα όλων των αποπληρωμών χρέους (τόσο του χρεολύσιου όσο και των τόκων) για τους επόμενους έξι μήνες τουλάχιστον, καθώς οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την εξάπλωση της νόσου όσο και τις συνέπειες του κλειδώματος. Αυτό το μέτρο πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι οι τόκοι δεν θα συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι προφανές ότι πολύ λίγες αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους όταν οι εισροές συναλλάγματος έχουν σταματήσει. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αν όλα τα άλλα είναι σε αναμονή στην παγκόσμια οικονομία σήμερα, γιατί οι στις πληρωμές χρέους πρέπει να γίνει κάτι διαφορετικό;

Η προαναφερθείσα αναστολή είναι μια προσωρινή κίνηση για να σωθούν αυτές οι χώρες σε  μια περίοδο που η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομία βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστεί ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, και πρέπει να παρέχεται πολύ σημαντική ελάφρυνση του χρέους, ιδίως σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ο διεθνής συντονισμός θα ήταν πολύ καλύτερος για όλους τους ενδιαφερόμενους από τις άτακτες αθετήσεις χρεών που θα ήταν διαφορετικά αναπόφευκτες.

Στα έθνη-κράτη, ο θεσμός των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls) θα επέτρεπε στις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον εν μέρει αυτούς τους παγκόσμιους μετωπικούς ανέμους, περιορίζοντας την αστάθεια των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών. Τέτοιοι έλεγχοι κεφαλαίου πρέπει να επιτρέπονται και να ενθαρρύνονται ρητά, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος των εκροών, να συγκρατηθεί η μείωση της ρευστότητας λόγω των πωλήσεων στις αναδυόμενες αγορές και να σταματήσει η πτώση των τιμών του νομίσματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει κάποια συνεργασία μεταξύ των χωρών για να αποφευχθεί η επιλογή μιας μόνο χώρας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το επακόλουθο αυτής της κρίσης θα απαιτήσει επίσης μια αναβίωση του σχεδιασμού – κάτι που σχεδόν έχει ξεχαστεί σε πάρα πολλές χώρες στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Η κατάρρευση των συστημάτων παραγωγής και διανομής κατά τη διάρκεια του κλειδώματος σημαίνει ότι ο καθορισμός και η διατήρηση της προσφοράς βασικών εμπορευμάτων είναι κρίσιμης σημασίας. Τέτοιες αλυσίδες εφοδιασμού θα πρέπει να μελετηθούν ως προς τις εμπλεκόμενες σχέσεις εισροών-εκροών, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν συντονισμό μεταξύ διαφορετικών επιπέδων και υπηρεσιών στις κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των επαρχιών – και ενδεχομένως και σε περιφερειακό επίπεδο.

Η πανδημία είναι πιθανό να επιφέρει αλλαγή στη στάση απέναντι στη δημόσια υγεία σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας έχουν οδηγήσει σε δραστικές μειώσεις των κατά κεφαλήν δαπανών για τη δημόσια υγεία σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι δεν ήταν απλώς μια άνιση και άδικη στρατηγική, αλλά μια ανόητη: χρειάστηκε μια μολυσματική ασθένεια για να καταδείξει ότι η υγεία της ελίτ εξαρτάται τελικά από την υγεία των φτωχότερων μελών της κοινωνίας. Εκείνοι που υποστήριξαν τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας το έκαναν θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους. Αυτό ισχύει και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι τρέχουσες αξιολύπητες εθνικές διαμάχες σχετικά με την πρόσβαση σε προστατευτικό εξοπλισμό και φάρμακα, προδίδουν μια πλήρη έλλειψη συνειδητοποίησης της φύσης του “θηρίου”. Αυτή η ασθένεια δεν θα τεθεί υπό έλεγχο πουθενά, εκτός εάν τεθεί υπό έλεγχο παντού. Η διεθνής συνεργασία δεν είναι μόνο επιθυμητή αλλά απαραίτητη.

Ενώ πιέζουμε για αυτές τις μεγάλες στρατηγικές για τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς, πρέπει να έχουμε επίγνωση ορισμένων ανησυχιών. Η μία είναι ο φόβος ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την πανδημία για να πιέσουν για την συγκέντρωση της εξουσίας, με σημαντικά αυξημένη παρακολούθηση και επιτήρηση των πολιτών, και αυξημένη λογοκρισία και έλεγχο των ροών πληροφοριών ώστε να μειώσουν τη δική τους ευθύνη. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει σε πολλές χώρες και ο φόβος της μόλυνσης οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αποδεχθούν “εισβολές” στην ατομική σφαίρα και μορφές κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική ζωή που πριν από μήνες θα θεωρούνταν απαράδεκτες. Θα είναι πιο δύσκολο να διατηρηθεί ή να αναβιώσει η δημοκρατία σε τέτοιες συνθήκες. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δημόσια επαγρύπνηση τόσο στο παρόν όσο και μετά το τέλος της κρίσης.

Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι οι αυξημένες ανισότητες που δημιουργούνται από αυτήν την κρίση θα ενισχύσουν τις υπάρχουσες μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Κατ’ αρχήν, ένας ιός δεν σέβεται την τάξη ή άλλες κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Ωστόσο, υπάρχει η γνωστή σύνδεση ανάμεσα στην εισοδηματική φτώχεια και στις μολυσματικές ασθένειες. Στις άνισες κοινωνίες μας, οι φτωχές και οι κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στον COVID-19 και πιο πιθανό να πεθάνουν από αυτόν, επειδή η ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, η ευαισθησία τους σε ασθένειες και η πρόσβασή τους στη θεραπεία ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με το εισόδημα, τα περιουσιακά στοιχεία, το επάγγελμα και την τοποθεσία. Ίσως ακόμη χειρότερα, οι πολιτικές περιορισμού του COVID-19 εντός των χωρών δείχνουν ακραία ταξική προκατάληψη. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (καλύτερα περιγράφεται ως φυσική απόσταση) υπονοεί σιωπηρά ότι τόσο οι κατοικίες όσο και οι χώροι εργασίας δεν είναι τόσο γεμάτοι και υπό συμφόρηση, οπότε τάχα οι προδιαγεγραμμένοι κανόνες μπορούν εύκολα να διατηρηθούν. Ο φόβος της μόλυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έφερε κάποιες πιο δυσάρεστες μορφές κοινωνικών διακρίσεων και προκαταλήψεων σε πολλές χώρες, από την αντιπάθεια στους μετανάστες, έως τη διαφοροποίηση βάσει της φυλής, της κάστας, της θρησκείας και της τάξης. Σε μια εποχή που η καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης καθίσταται εμφανής λόγω ενός ιού, οι απαντήσεις σε πάρα πολλές χώρες έχουν επικεντρωθεί σε εξειδικευμένες διαιρέσεις, οι οποίες προμηνύουν δυσάρεστα για τη μελλοντική πρόοδο.

Παρά αυτές τις καταθλιπτικές πιθανότητες, είναι επίσης αλήθεια ότι η πανδημία, ακόμη και η τεράστια οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει, θα μπορούσαν επίσης να επιφέρουν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά που οδηγούν σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Τρεις πτυχές αυτού του θέματος αξίζουν σχόλιο.

Το πρώτο είναι η αναγνώριση της ουσιαστικής φύσης και της κοινωνικής σημασίας των επαγγελμάτων περίθαλψης, και του μεγαλύτερου σεβασμού και αξιοπρέπειας που δείχνουμε στους αμειβόμενους και στους μη αμειβόμενους εργαζόμενους. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα οι κοινωνίες να αυξήσουν τον αριθμό των αμειβόμενων εργαζομένων στον τομέα της περίθαλψης, να παρέχουν την απαιτούμενη κατάρτιση για αυτούς λόγω της μεγαλύτερης εκτίμησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται σε μια τέτοια εργασία, και να προσφέρουν σε αυτούς τους εργαζομένους καλύτερες αποδοχές, περισσότερη νομική και κοινωνική προστασία και μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.

Δεύτερον, η ευρύτερη συνειδητοποίηση από το λαό της πραγματικής πιθανότητας ότι μπορεί να συμβούν αδιανόητα γεγονότα και αδιανόητα φοβερές διεργασίες που εξαπολύονται από τον τρόπο ζωής μας, μπορεί επίσης να αποδείξει την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και τις καταστροφές που θα προκαλέσει. Αυτό θα μπορούσε να κάνει περισσότερους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο ζούμε, παράγουμε και καταναλώνουμε, προτού να είναι πολύ αργά. Μερικές από τις λιγότερο ορθολογικές πτυχές των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, ειδικά στην πολυεθνική βιομηχανία τροφίμων (η οποία έχει ενθαρρύνει τα προϊόντα από ένα μέρος του κόσμου να αποστέλλονται σε άλλο μέρος του κόσμου για επεξεργασία, προτού επιστρέψουν σε μέρη κοντά στην προέλευσή τους προς κατανάλωση), θα πρέπει να εξεταστούν και θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Θα μπορούσαν να ακολουθηθούν και άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής και την κατανάλωση και τους τρόπους διανομής.

Τέλος, σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο, οι υπαρξιακές απειλές όπως οι πανδημίες ενθαρρύνουν την μεγαλύτερη αναγνώριση των πραγμάτων που έχουν σημασία στην ανθρώπινη ύπαρξη: καλή υγεία, ικανότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους και συμμετοχή σε δημιουργικές διαδικασίες που φέρνουν χαρά και ικανοποίηση. Αυτές οι συνειδητοποιήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τα πρώτα βήματα προς πολιτιστικές αλλαγές που οδηγούν στην αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας. Υπάρχει μια ευκαιρία να απομακρυνθούμε από κυρίαρχες ιδεολογίες σχετικά με τον ατομικισμό, τη μέτρηση όλων με βάση τη χρηστικότητα και το κέρδος, σε πιο κοινωνικά πλαίσια φροντίδας και συνεργασίας.


*H Jayati Ghosh είναι Ινδή οικονομολόγος, πρόεδρος του κέντρου Οικονομικών Σπουδών και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Jawaharlal Nehru

Πηγή


Ενα Like μας βοηθάει να συνεχίσουμε Facebook

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ κάθε Δημοσίευση μας….Ορισμένα αναρτώμενα απο το διαδίκτυο, κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής) θεωρούμε οτι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου !!!!!
« PREV
NEXT »

Facebook Comments APPID