Οι αλυσίδες των σκλάβων χρέους σπάζουν μόνο με την ανατροπή της έννομης τάξης; Η απάντηση είναι εύκολη, σχεδόν αυτονόητη εάν δεν τρέφει κανείς αυταπάτες και δεν πιστεύει σε προικισμένους ηγέτες ή στον από μηχανής θεό – έχοντας την άποψη πως οι Πολίτες πρέπει να πάρουν επιτέλους τη ζωή τους στα χέρια τους.
«Η αναγέννηση του Φοίνικα μέσα από τις στάχτες του συμβαίνει μόνο στη μυθολογία. Είμαστε όμως τόσο βαθιά χωμένοι μέσα στο έλος, στα στάσιμα βρώμικα νερά, είμαστε τόσο απομονωμένοι από τους φίλους μας, τόσο στερημένοι από έντιμους και εμπνευσμένους ηγέτες, ώστε θα ήταν ότι χειρότερο να επικεντρωθούμε σε μύθους και να ελπίζουμε ότι θα βρούμε κάποιον τρόπο για να τους κάνουμε πραγματικότητα.
Απευθύνομαι λοιπόν σε όλους όσους θεωρούν ανυπόφορη τη σημερινή κατάσταση και πιστεύουν ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν. Προς χάριν αυτών, και μόνον, θα παραφράσω την κατακλείδα του Μανιφέστου του Μαρξ και του Ένγκελς: «Έλληνες, ενωθείτε! Δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας. Αλλά μπορείτε να κερδίσετε τον κόσμο!» ”.
Στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε από την αρχή μία κρίση δημοσίου χρέους, με την έννοια πως το κράτος ήταν αυτό που υπερχρεώθηκε – κάτι που συμβαίνει επίσης στην Ιταλία, αλλά όχι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, η αιτία της κρίσης των οποίων ήταν η υπερχρέωση του ιδιωτικού τους τομέα.
Η υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου φυσικά προϋπήρχε. Φάνηκε όμως μετά το 2008, επειδή σταμάτησε ξαφνικά να αναπτύσσεται η οικονομία μας, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης – οπότε άρχισαν να μειώνονται τα έσοδα του κράτους, αυξήθηκαν τα ελλείμματα και το χρέος ως προς το ΑΕΠ λόγω της υποχώρησης του τελευταίου, ενώ δυσκόλεψε ο βιώσιμος δανεισμός του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του.
Με δεδομένο δε το ότι η κρίση ρευστότητας του 2010 αντιμετωπίσθηκε από τη Γερμανία ως μία κρίση φερεγγυότητας, με ευθύνη κυρίως της τότε ελληνικής κυβέρνησης που διέσυρε διεθνώς τη χώρα, καθώς επίσης της ΕΛΣΤΑΤ με τη διόγκωση των ελλειμμάτων της, η Ελλάδα οδηγήθηκε στην παγίδα του ΔΝΤ – το οποίο τελικά μετέτρεψε την οικονομία μας σε κινούμενη άμμο που απορροφάει σταδιακά και επώδυνα τα πάντα.
Οι αιτίες τώρα της υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα μίας χώρας, σε περιόδους ειρήνης, είναι συνήθως η κακοδιαχείριση, η διαφθορά, η διαπλοκή, το πελατειακό-κομματικό κράτος, η φοροδιαφυγή, τα θεσμικά ελλείμματα, τα έξοδα ενός υπερδιογκωμένου κράτους που δεν καλύπτονται από τα έσοδα του κοκ. – καταστάσεις που οδηγούν στον πλουτισμό των ελίτ κυρίως του ιδιωτικού τομέα, χωρίς όμως να αιτιολογείται από την υγιή επιχειρηματικότητα, από την υψηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων, από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς επίσης από όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που συντελούν στην αντικειμενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, οι δημόσιες δαπάνες το 2007 ήταν πολύ υψηλότερες από τα δημόσια έσοδα (μπλε στήλες) – κάτι που σήμερα έχει μεν ομαλοποιηθεί, αλλά με έναν μη υγιή τρόπο που είναι αδύνατον να διατηρηθεί στο μέλλον.
Όταν τώρα η υπερχρέωση μίας χώρας υπερβεί ένα ορισμένο επίπεδο ή/και γίνει εμφανής στα πλαίσια μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι επίλυσης της: (α) η ονομαστική διαγραφή εκείνου του μέρους των χρεών που είναι πολύ δύσκολο να εξυπηρετηθούν, ειδικά σε μία χώρα που δεν μπορεί να τα μειώσει πληθωριστικά αφού δεν έχει το δικό της νόμισμα και τη δική της κεντρική τράπεζα – η Ελλάδα δεν είχε βέβαια ποτέ, αφού η ΤτΕ ανήκει σε ξένους ή (β) η μεταφορά των χρεών του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα (=όταν δεν χρεοκοπεί επίσημα το κράτος, χρεοκοπούν οι Πολίτες του). Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Η επιλογή της χρεοκοπίας
Η πρώτη λύση είναι άμεση, επώδυνη και συνώνυμη με τη χρεοκοπία, έχοντας στο παρελθόν επιλεχθεί από χώρες όπως η Αργεντινή και η Ρωσία – ενώ προκύπτει όταν οι Πολίτες αρνούνται να αναλάβουν την πληρωμή των χρεών του δημοσίου.
Έχοντας αναφερθεί εκτενώς στο θέμα ήδη από το 2009 , δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβανόμαστε – εκτός από το ότι έχουν χαθεί όλες οι ευκαιρίες για τη χώρα μας, όπως το 2010 όπου τα χρέη μας ήταν απέναντι στις τράπεζες, κυρίως το 2011 πριν την υπογραφή του PSI, καθώς επίσης το 2015 προτού ψηφισθεί το τρίτο μνημόνιο.
Απαιτεί φυσικά τη ρήξη με τους πιστωτές, με όλα όσα ρίσκα κάτι τέτοιο συνεπάγεται – ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απομονώνεται η χώρα από τις αγορές, οπότε είναι υποχρεωμένη να χρηματοδοτεί μόνη της τις ανάγκες της.
Η μεταφορά των χρεών στον ιδιωτικό τομέα
Η δεύτερη λύση διαρκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι λιγότερο οδυνηρή, όπως έχει τεκμηριωθεί από εκείνες τις χώρες που ακολούθησαν το συγκεκριμένο δρόμο (Βραζιλία, Τουρκία, Ν. Κορέα κλπ.).
Ο τρόπος τώρα, μέσω του οποίου γίνεται η μεταφορά των δημοσίων χρεών στον ιδιωτικό τομέα, είναι το σύστημα των μνημονίων που επιβάλλει το ΔΝΤ – αφού αυτό καλείται για να διασώσει μία χώρα από την πτώχευση της, συνήθως λόγω των εξωτερικών της χρεών ως αποτέλεσμα των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, το ΔΝΤ υποχρεώνει την εκάστοτε κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους (συντελεστές, μηχανισμός είσπραξης κλπ.), καθώς επίσης να μειώσει τις δαπάνες (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικό κράτος κοκ.), εκβιάζοντας την με την πληρωμή ή μη των δόσεων του δανείου που έχει συμφωνηθεί μαζί της – με πρώτο αποτέλεσμα τη μη περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους της (ισοσκέλιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της), καθώς επίσης του εξωτερικού ιδιωτικού (ισοσκέλιση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Τόσο η αύξηση των φόρων τώρα, όσο και η μείωση των δαπανών, έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών της ακίνητης περιουσίας, τον περιορισμό των εισοδημάτων, τον αποπληθωρισμό, καθώς επίσης την άνοδο των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) χρεών των Πολιτών – απέναντι στο κράτος, στις τράπεζες κλπ.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, όσοι έχουν τη δυνατότητα πληρώνουν τα χρέη τους, ενώ οι υπόλοιποι χάνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στις εξευτελιστικά χαμηλές τιμές που έχουν δημιουργηθεί – μέσω των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών.
Κάποιοι άλλοι βέβαια εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα για να μην επιβαρυνθούν με το υπέρογκο κόστος διάσωσης της – κάτι που, σε συνδυασμό με την ανεργία, δημιουργεί επί πλέον δυσκολίες στο ασφαλιστικό, στη συνταξιοδοτικό κοκ., ενώ επιδεινώνει το δημογραφικό της πρόβλημα.
Έτσι αυξάνεται το καθαρό ιδιωτικό χρέος (=δάνεια μείον τα περιουσιακά στοιχεία) παρά το ότι μειώνεται σε απόλυτο μέγεθος λόγω του μη νέου δανεισμού, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται το δημόσιο ή δεν κλιμακώνεται με τον ίδιο ρυθμό – αφού υποχρεώνονται οι Πολίτες να εξοφλήσουν τις υψηλότερες υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος είτε με τα εισοδήματα, είτε με τις καταθέσεις, είτε με την ακίνητη περιουσία τους.
Παράλληλα επιβάλλονται οι ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης το ξεπούλημα των περιουσιακών του στοιχείων για την εξυπηρέτηση του χρέους – φυσικά σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική τους αξία, αφού κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα που βιώνει τέτοιες οικονομικές συνθήκες, εάν δεν έχει το κίνητρο της αγοράς σε τιμές ευκαιρίας.
Από την άλλη πλευρά προωθούνται μεταρρυθμίσεις, οι γνωστές διαρθρωτικές αλλαγές δηλαδή, για τους εξής λόγους:
(α) αφενός μεν για να καταπολεμηθούν οι αιτίες που προκάλεσαν την υπερχρέωση (διαφθορά, διαπλοκή, φοροδιαφυγή κοκ.), έτσι ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον,
(β) αφετέρου για να εξασφαλισθεί η παροχή φθηνής εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων, με όσο το δυνατόν πιο ελκυστικούς όρους για τους ξένους επενδυτές – οι οποίοι διαφορετικά δεν θα δραστηριοποιούνταν σε μία χρεοκοπημένη χώρα.
Τα μειονεκτήματα της μεθόδου του ΔΝΤ
Το πρώτο μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η μεγάλη αύξηση του ιδιωτικού χρέους, μετά την αρχική μείωση του – όπως στο παράδειγμα της Ν. Κορέας στα πλαίσια της ασιατικής κρίσης και της δραστηριοποίησης του ΔΝΤ, όπου τα χρέη του ιδιωτικού της τομέα έχουν εκτοξευθεί στο 255% του ΑΕΠ της, έναντι μόλις 38% του δημοσίου.
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί στη Σουηδία, καθώς επίσης στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, ως αποτέλεσμα της τραπεζικής κρίσης που αντιμετώπισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 – χωρίς όμως να απαιτηθεί η δραστηριοποίηση του ΔΝΤ.
Στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιρλανδίας τώρα, οι οποίες είχαν χαμηλό δημόσιο χρέος όταν ξέσπασε η κρίση, η διάσωση των τραπεζών εκ μέρους τους τριπλασίασε στην πρώτη και τετραπλασίασε στη δεύτερη το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, παρά το ότι δεν αντιμετώπισαν μεγάλη πτώση του – ενώ διενεργήθηκαν ταυτόχρονα επιθετικές κατασχέσεις και πλειστηριασμοί της ακίνητης περιουσίας των Πολιτών τους, για να περιορισθεί το δικό τους χρέος (στην Ιρλανδία σήμερα το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ από την εγκατάσταση ξένων πολυεθνικών για φορολογικούς λόγους, καθώς επίσης από τα βρώμικα στατιστικά παιχνίδια).
Κάτι σχετικά ανάλογο συνέβη στην Κύπρο λόγω της τραπεζικής κρίσης που βίωσε, το δημόσιο χρέος της οποίας αυξήθηκε από 45% του ΑΕΠ το 2008 στο 108,9% το 2015, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα χρέη του ιδιωτικού της τομέα εκτοξεύθηκαν στα ύψη – παρά το ότι επιβλήθηκε ένα άγριο κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, με κύρια θύματα τους Ρώσους.
Στην Πορτογαλία η αύξηση του δημοσίου χρέους ήταν από 71,7% του ΑΕΠ το 2008 στο 127% περίπου σήμερα – ενώ αφενός μεν ιδιωτικοποίησε τα πάντα, αφετέρου μείωσε τις κρατικές δαπάνες χωρίς καμία καθυστέρηση, ενώ η μείωση του ιδιωτικού της χρέους εξασφαλίσθηκε με την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Πολιτών (η κατάσταση της άλλαξε ριζικά μετά την εκλογή μίας νέας, έντιμης κυβέρνησης).
Στην Ισλανδία, η οποία αρνήθηκε να πληρώσει τα χρέη των τραπεζών της και βίωσε μία οδυνηρή κρίση χρεοκοπίας, το δημόσιο χρέος της επίσης τετραπλασιάστηκε, κυρίως όμως ως αποτέλεσμα την υποτίμησης του νομίσματος της που επέβαλλε το ΔΝΤ, ενώ το ιδιωτικό χρέος της είναι στα ύψη – στο 320% του ΑΕΠ της, έναντι 275% της Πορτογαλίας (γράφημα), έχοντας μειωθεί στη συνέχεια ποσοστιαία, λόγω της επιστροφής της σε πορεία ανάπτυξης, οπότε της αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ άλλων (σε $) μέσω της ανόδου της ισοτιμίας του νομίσματος της.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ιδιωτικού χρέους της Ισλανδίας (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος) και της Πορτογαλίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος), ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους.
Περαιτέρω, το δεύτερο και μεγαλύτερο μειονέκτημα της αποφυγής της χρεοκοπίας μέσω του ΔΝΤ, είναι η επιστροφή της κρίσης μερικά χρόνια μετά, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας και της Τουρκίας σήμερα – μέσω των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, τα οποία αυξάνουν τα εξωτερικά χρέη τους, υποτιμούν το νόμισμα με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος των εισαγομένων προϊόντων, καθώς επίσης το εξωτερικό χρέος σε όρους εγχωρίου νομίσματος κοκ.
Η αιτία είναι το ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις με αγοραστές τους ξένους, καθώς επίσης οι εξαγορές των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα από αλλοδαπούς ομίλους ή απλά η εγκατάσταση τους, έχουν ως αποτέλεσμα αφενός μεν την εξαγωγή των κερδών στις χώρες τους, αφετέρου την εισαγωγή των δικών τους προϊόντων – όπως στο παράδειγμα της LIDL στην Ελλάδα.
Φυσικά η πολυεθνική εξάγει τα κέρδη της στην πατρίδα της, ενώ προωθεί όσο περισσότερο μπορεί γερμανικά προϊόντα – κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικρίνει κανείς, αφού οφείλεται στον οικονομικό πατριωτισμό της.
Ως αποτέλεσμα πάντως αυτής της διαδικασίας αυξάνουν ξανά τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, άρα το εξωτερικό χρέος, οπότε αργά ή γρήγορα η εκάστοτε χώρα βιώνει μία επόμενη κρίση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, όπου το χρέος της είναι εξωτερικό, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του (τόκοι) μειώνουν συνεχώς την ήδη προβληματική ρευστότητα στην εσωτερική της αγορά – οπότε ουσιαστικά στραγγαλίζεται η Οικονομία της από πολλές διαφορετικές πλευρές, πόσο μάλλον όταν είναι η μοναδική χώρα που δεν συμμετείχε ποτέ στο πρόγραμμα της ΕΚΤ (QE), κυρίως λόγω της κυβέρνησης του 2015 και των καταστροφικών χειρισμών της.
Η μεσοβέζικη «επιλογή» της Ελλάδας
Ο τρόπος της αντιμετώπισης της κρίσης υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα είναι ασφαλώς θέμα επιλογής – ενώ η σημαντικότερη πτυχή του είναι η εξάλειψη εκείνων των αιτιών, οι οποίες οδήγησαν στην υπερχρέωση, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον.
Η επιλογή όμως αυτή είναι τόσο λιγότερο επώδυνη, καθώς επίσης τόσο περισσότερο αποτελεσματική, όσο δεν καθυστερεί να ληφθεί η όποια απόφαση – είτε η άμεση χρεοκοπία δηλαδή, είτε η μέθοδος του ΔΝΤ, την οποία πρέπει να τηρήσει μία χώρα βασιλικότερα του βασιλιά, χωρίς αντιδράσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας έχει επιλεχθεί μεν εκ των πραγμάτων η λύση του ΔΝΤ, της Γερμανίας και της Τρόικα κατ’ επέκταση, αφενός μεν από τις κυβερνήσεις της, αφετέρου από τη μη αντίδραση των Πολιτών, αλλά δεν ήταν και δεν είναι από κανέναν συνειδητή – οπότε δεν εφαρμόσθηκε ούτε με το σωστό τρόπο.
Ακόμη χειρότερα, έχει αποφευχθεί εντελώς το βασικότερο στοιχείο της: η εξάλειψη των αιτιών που οδήγησαν το κράτος στην υπερχρέωση του (διαφθορά, διαπλοκή, πελατειακό κράτος κοκ.) – ενδεχομένως επειδή ο στόχος της Γερμανίας είναι η υφαρπαγή όλων όσων έχει και δεν έχει, καθώς επίσης η παραδειγματική τιμωρία της για να μην τολμήσει να της αντισταθεί καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης (οπότε την εξυπηρετεί).
Πρόκειται λοιπόν για τη χειρότερη δυνατή επιλογή ενός κράτους – για μία «μεσοβέζικη λύση» που δεν οδηγεί πουθενά και που λόγω της οποίας όλες οι συνθήκες βαίνουν νομοτελειακά προς το χειρότερο.
Προς τη μετατροπή της σε μία άβουλη ξένη αποικία, εάν ενδιάμεσα δεν οδηγηθεί στο χάος – σε ένα αποτυχημένο κράτος όπως ήδη συμβαίνει στην Ελλάδα, κρίνοντας από την πρόσφατη, ολοσχερή κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού στο Μάτι και όχι μόνο.
Για παράδειγμα, εάν οι Έλληνες επέλεγαν να πληρώσουν τους δανειστές της χώρας τους με τη μεταφορά μέρους των περιουσιακών τους στοιχείων στο δημόσιο το 2010, όπως είχαμε εξετάσει εκείνη την εποχή, θα τους κόστιζε πολύ λιγότερο – αφού τότε η ακίνητη περιουσία τους ήταν κατά 600 δις € ακριβότερη, του δημοσίου είχε υπολογισθεί στα 300 δις € από το ΔΝΤ, οι μισθοί και οι συντάξεις τους ακόμη υψηλοί, η αξία των επιχειρήσεων τους πολύ μεγαλύτερη κοκ.
Από την άλλη πλευρά, εάν επέλεγαν τη χρεοκοπία το 2010 ή το 2011, αφενός μεν είχαν τα οικονομικά μέσα ακόμη για να ανταπεξέλθουν με τα οδυνηρά της επακόλουθα, αφετέρου η χώρα ήταν σε θέση να μετατρέψει τα εξωτερικά της χρέη σε δραχμές – οπότε να εξυπηρετεί σταδιακά τις υποχρεώσεις της με ένα πληθωριστικό νόμισμα, γεγονός που θα σήμαινε ότι, θα συμμετείχαν στην απώλεια της αγοραστικής του αξίας και οι δανειστές της.
Ως εκ τούτου, μη επιλέγοντας συνειδητά έναν από τους δύο παραπάνω τρόπους, έχουμε βρεθεί στη χειρότερη δυνατή θέση – σε μία κατάσταση κυλιόμενης χρεοκοπίας, όπου η οικονομία μας συνεχίζει να επιδεινώνεται σε τρομακτικό βαθμό.
Η όποια σταθεροποίηση της οφείλεται δυστυχώς στον τουρισμό, ο οποίος όμως είναι συγκυριακός – με τις πρώτες ρωγμές να διαφαίνονται ήδη.
Ακόμη χειρότερα, δεν έχει αντιμετωπισθεί κανένα από όλα εκείνα τα προβλήματα που υπερχρέωσαν τη χώρα, κυριότερο εκ των οποίων είναι ασφαλώς το πελατειακό κράτος – ενώ, εκτός αυτού, η Ελλάδα είναι εντελώς απροετοίμαστη και ανοχύρωτη απέναντι στην επόμενη παγκόσμια κρίση, η οποία είναι νομοτελειακή ανά κάποια χρόνια.
Έτσι βιώνουμε τα μειονεκτήματα και των δύο τρόπων επίλυσης της κρίσης, τόσο της χρεοκοπίας δηλαδή, όσο και της μεταφοράς μέρους της ιδιωτικής περιουσίας στο δημόσιο, χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματα τους – κάτι που δεν μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί σφάλμα μόνο των δανειστών, αφού οφείλεται και σε εμάς τους ίδιους.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ιταλία, η οποία όμως έχει αφενός μεν τη βοήθεια της ΕΚΤ, αφετέρου τη δυνατότητα επιστροφής στη λιρέτα – οπότε διαθέτει ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί, ειδικά λόγω του μεγέθους της οικονομίας της, καθώς επίσης της σημασίας της για τη διατήρηση της Ευρωζώνης, την οποίο εμείς δεν έχουμε.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όλα τα παραπάνω αποτελούν πια ιστορία, η οποία δυστυχώς δεν αλλάζει όσο και αν θέλουμε – οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να εκτιμήσουμε τη σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας ρεαλιστικά, αναζητώντας τη σωστή λύση υπό τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν και τις οποίες βιώνουμε.
Βέβαια, οποιαδήποτε λύση και αν επιλεχθεί, θα πρέπει να εμπεριέχει τη ριζική εξυγίανση του κράτους – αφού χωρίς αυτήν δεν πρόκειται να επιλυθεί κανένα πρόβλημα της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Εκτός αυτού, την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων της υπερχρέωσης και της κυλιόμενης χρεοκοπίας (PSI, μνημόνια κλπ.), έτσι ώστε να αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα των Ελλήνων – καθώς επίσης για να ανοίξει επιτέλους ο δρόμος που οδηγεί στην πολιτική τα πραγματικά ικανά άτομα της χώρας, τον οποίο διατηρεί ερμητικά κλειστό το πελατειακό κομματικό κράτος.
Ενδεχομένως δε η ποινική δίωξη όλων όσων συνέβαλλαν στην ανείπωτη καταστροφή της πατρίδας μας μέσω της υπογραφής των μνημονίων, καθώς επίσης της πολιτικής της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της διεθνούς επαιτείας, να μας βοηθούσε στην καταγγελία όλων των αντισυνταγματικών και αποικιοκρατικών δανειακών συμβάσεων – πιθανότατα και στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, τα οποία μας έχουν κοστίσει πάνω από 1 τρις €, ενώ έχουν υπονομεύσει ακόμη και την εδαφική μας ακεραιότητα, καθώς επίσης την εκμετάλλευση των ενεργειακών μας αποθεμάτων.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, όταν διαπιστώνει κανείς πως οι Έλληνες συνεχίζουν να ποτίζουν το δηλητηριώδες αγκάθι που δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να ανθίσει, το πελατειακό-κομματικό κράτος δηλαδή, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις που δίνουν
(α) 30% στη ΝΔ – παρά την κυβίστηση των Ζαπείων, την υπογραφή του PSI, του Mea Culpa του κ. Σαμαρά, του 2ου θηριώδους μνημονίου, της υποταγής στην πολιτική των μνημονίων κλπ., καθώς επίσης
(β) 20% στο ΣΫΡΙΖΑ – παρά την καταστροφική διαπραγμάτευση του 2015, την προδοσία του δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών, το τρίτο μνημόνιο, τον αφελληνισμό του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος, το σκάνδαλο των αεροδρομίων, το τεσσαρακονταετές μνημόνιο, την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας, την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού στο Μάτι κοκ.,
δεν μπορεί να αναζητήσει αισιόδοξα τις σωστές λύσεις – πόσο μάλλον όταν γνωρίζει πως τίποτα σταθερό δεν χτίζεται επάνω σε σαθρά θεμέλια, ότι τα αρρωστημένα κύτταρα σε έναν οργανισμό σχεδόν πάντοτε απορρίπτουν τα νέα εάν δεν αφαιρεθούν με το μαχαίρι, πως η παρθενογένεση δεν είναι εφικτή σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης ότι η Ελλάδα χρειάζεται γρήγορα και απαραίτητα μία εκ βάθρων ανανέωση του πολιτικού της συστήματος. Κατά τον κ. Μαρκεζίνη πάντως τα εξής:
«Πρέπει να αλλάξουμε οπωσδήποτε τους Έλληνες πολιτικούς δρώντες, ακριβώς επειδή πρέπει να αλλάξουμε τις ισχύουσες πολιτικές: χρειαζόμαστε νέες πολιτικές σε εσωτερικό, ήτοι κοινωνικό, επίπεδο· νέες πολιτικές στις εξωτερικές μας σχέσεις και στην εθνική μας άμυνα· νέες πολιτικές στους τομείς των δημόσιων οικονομικών και, εν γένει, της οικονομίας.
Αυτή η καινοτομία όμως μπορεί να προέλθει μόνον από νέα πρόσωπα, που δεν θα ελέγχονται από ξένους παράγοντες αλλά απλώς θα ξέρουν να συνεργάζονται μαζί τους· που δεν θα σαστίζουν από φοβερό αίσθημα κατωτερότητας αν η κυρία Merkel τούς τηλεφωνεί για να τους πει τι πρέπει να κάνουν· που δεν θα είναι εξαρτημένα από τα οικονομικά μας κατεστημένα και άρα που δεν θα νιώθουν υποχρεωμένα να υποκύπτουν στα αιτήματά τους για κάθε λογής «διευκολύνσεις». Υπάρχουν τέτοια πρόσωπα;
Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι: «Ναι!» Ο νέος ηγέτης μας, όμως, πρέπει να μπορεί να ονειρευτεί και, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να έχει το θάρρος, τη φαντασία και τη ρητορική δεινότητα να μεταδώσει αυτό το όνειρο και στον λαό του.
Να κάνει τους συμπατριώτες του υπερήφανους που είναι Έλληνες. Να αναζωπυρώσει την πίστη τους στον Θεό τους, αλλά, συγχρόνως, να τους διδάξει και εκείνο το είδος ανεκτικότητας που δίνει δύναμη σε ένα ενωμένο έθνος και συνάδει με τη νομική μας αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή εκφράζεται και εφαρμόζεται από το δίκαιό μας.
Δεν μπορούμε να πούμε στις άλλες χώρες πώς να κυβερνώνται· οφείλουμε όμως να εξασφαλίσουμε την εντιμότητα, την αποτελεσματικότητα και τη δίκαιη διακυβέρνηση της χώρας μας.
Αν ο ηγέτης έχει πίστη, αν είναι αποδεδειγμένα ανεπηρέαστος και ανεξάρτητος από αμφίβολης εντιμότητας επιχειρηματίες και ξένους πολιτικούς, και αν μπορεί επιπλέον να εμπνεύσει έναν νέο στόχο στους Έλληνες και να τους κάνει να πιστέψουν σε αυτόν, τότε, ναι, μπορεί να τα καταφέρει.
Και θα τα καταφέρει, εφόσον συνεργαστεί με ανθρώπους τους οποίους θα επιλέξει με βάση την αξία τους, και όχι κομματικά κριτήρια.
Θα τα καταφέρει, εφόσον αρχίσει τη διακυβέρνησή του αποκαθιστώντας πάραυτα τις οικονομικές αδικίες που έχουν υποστεί οι πιο αδύναμοι, οι πιο φτωχοί, οι πιο περιθωριοποιημένοι, οι ξεχασμένοι συνταξιούχοι, οι απόκληροι.
Θα τα καταφέρει, εφόσον πείσει τους πλουσίους (και στην Ελλάδα έχουμε πολλούς!) να δώσουν τη βοήθειά τους σε αυτήν τη φάση έντονης ανάγκης, και εφόσον, ως αντάλλαγμα, θέσει σε ισχύ ένα φορολογικό καθεστώς που θα τους προσφέρει κίνητρα αλλά και σταθερότητα φορολογικής ρύθμισης για να κάνουν εκ νέου επενδύσεις στην Ελλάδα.
Τέλος, θα τα καταφέρει εφόσον προσελκύσει νέους φίλους από το εξωτερικό, μέχρις ότου οι παλιοί φίλοι λογικευθούν και ξαναφερθούν στη χώρα μας με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Αυτό το προτείνω από καιρό, αλλά πρέπει να γίνει αμέσως!»
Υπάρχει αλήθεια ένας τέτοιος ηγέτης στην Ελλάδα, ή μήπως πρόκειται για μία αυταπάτη του συμπαθέστατου ακαδημαϊκού; Ακόμη και αν υπάρχει, έχει χρόνο σήμερα η Ελλάδα, αφού έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από το 2012 που γράφηκε το κείμενο του, ενώ έχουν έκτοτε μεσολαβήσει πολύ μεγαλύτερα εγκλήματα;
Ή μήπως η μοναδική δυνατότητα της χώρας μας πια δεν είναι άλλη από την επώδυνη, πλήρη ανατροπή της έννομης τάξης, για να κατεδαφιστεί το σαθρό οικοδόμημα εκ θεμελίων και να δημιουργηθεί ένα εντελώς καινούργιο, υγιές και αποτελεσματικό;
Παρά το μεγάλο ανθρώπινο πόνο που θα προκαλούσε, αφού ασφαλώς θα γύριζε την ελληνική οικονομία ακόμη πιο πίσω, αφήνοντας ολόκληρη τη σημερινή γενιά με τραύματα ανάλογα του Εμφυλίου των μέσων της δεκαετίας του ’40;
Η απάντηση κατά την άποψη μας είναι εύκολη, σχεδόν αυτονόητη εάν δεν τρέφει κανείς αυταπάτες και δεν πιστεύει σε προικισμένους ηγέτες ή στον από μηχανής θεό – έχοντας την άποψη πως οι Πολίτες πρέπει να πάρουν επιτέλους τη ζωή τους στα χέρια τους.
Πόσο μάλλον εάν γνωρίζει τη σημερινή κατάσταση της χώρας, καθώς επίσης πού οδηγείται – ενώ δεν είναι πρόθυμος να σκύβει συνεχώς το κεφάλι ότι και αν του ζητείται, καθώς επίσης να πληρώνει χρέη στο διηνεκές (τα οποία όμως δεν θα μειώνονται ποτέ, καθιστώντας αυτών και τα παιδιά του σκλάβους χρέους).
Εν τούτοις δεν θα την αναφέρουμε, θεωρώντας πως δεν έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε – αφού οφείλει να είναι μία συλλογική απόφαση, η οποία έτσι και αλλιώς θα συμβεί, όταν δεν θα έχουν πια τίποτα άλλο να χάσουν οι Έλληνες εκτός από τις αλυσίδες τους. Πρέπει αλήθεια να περιμένουν αυτή την απίστευτα οδυνηρή κατάληξη, πριν ενεργοποιηθούν; Ούτε εδώ δεν θα απαντήσουμε, αφού εάν δεν γνωρίζει κανείς από μόνος του την απάντηση, τότε είναι ασφαλώς περιττή η δική μας.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ
«Η αναγέννηση του Φοίνικα μέσα από τις στάχτες του συμβαίνει μόνο στη μυθολογία. Είμαστε όμως τόσο βαθιά χωμένοι μέσα στο έλος, στα στάσιμα βρώμικα νερά, είμαστε τόσο απομονωμένοι από τους φίλους μας, τόσο στερημένοι από έντιμους και εμπνευσμένους ηγέτες, ώστε θα ήταν ότι χειρότερο να επικεντρωθούμε σε μύθους και να ελπίζουμε ότι θα βρούμε κάποιον τρόπο για να τους κάνουμε πραγματικότητα.
Απευθύνομαι λοιπόν σε όλους όσους θεωρούν ανυπόφορη τη σημερινή κατάσταση και πιστεύουν ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν. Προς χάριν αυτών, και μόνον, θα παραφράσω την κατακλείδα του Μανιφέστου του Μαρξ και του Ένγκελς: «Έλληνες, ενωθείτε! Δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας. Αλλά μπορείτε να κερδίσετε τον κόσμο!» ”.
Στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε από την αρχή μία κρίση δημοσίου χρέους, με την έννοια πως το κράτος ήταν αυτό που υπερχρεώθηκε – κάτι που συμβαίνει επίσης στην Ιταλία, αλλά όχι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, η αιτία της κρίσης των οποίων ήταν η υπερχρέωση του ιδιωτικού τους τομέα.
Η υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου φυσικά προϋπήρχε. Φάνηκε όμως μετά το 2008, επειδή σταμάτησε ξαφνικά να αναπτύσσεται η οικονομία μας, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης – οπότε άρχισαν να μειώνονται τα έσοδα του κράτους, αυξήθηκαν τα ελλείμματα και το χρέος ως προς το ΑΕΠ λόγω της υποχώρησης του τελευταίου, ενώ δυσκόλεψε ο βιώσιμος δανεισμός του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του.
Με δεδομένο δε το ότι η κρίση ρευστότητας του 2010 αντιμετωπίσθηκε από τη Γερμανία ως μία κρίση φερεγγυότητας, με ευθύνη κυρίως της τότε ελληνικής κυβέρνησης που διέσυρε διεθνώς τη χώρα, καθώς επίσης της ΕΛΣΤΑΤ με τη διόγκωση των ελλειμμάτων της, η Ελλάδα οδηγήθηκε στην παγίδα του ΔΝΤ – το οποίο τελικά μετέτρεψε την οικονομία μας σε κινούμενη άμμο που απορροφάει σταδιακά και επώδυνα τα πάντα.
Οι αιτίες τώρα της υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα μίας χώρας, σε περιόδους ειρήνης, είναι συνήθως η κακοδιαχείριση, η διαφθορά, η διαπλοκή, το πελατειακό-κομματικό κράτος, η φοροδιαφυγή, τα θεσμικά ελλείμματα, τα έξοδα ενός υπερδιογκωμένου κράτους που δεν καλύπτονται από τα έσοδα του κοκ. – καταστάσεις που οδηγούν στον πλουτισμό των ελίτ κυρίως του ιδιωτικού τομέα, χωρίς όμως να αιτιολογείται από την υγιή επιχειρηματικότητα, από την υψηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων, από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς επίσης από όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που συντελούν στην αντικειμενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, οι δημόσιες δαπάνες το 2007 ήταν πολύ υψηλότερες από τα δημόσια έσοδα (μπλε στήλες) – κάτι που σήμερα έχει μεν ομαλοποιηθεί, αλλά με έναν μη υγιή τρόπο που είναι αδύνατον να διατηρηθεί στο μέλλον.
Όταν τώρα η υπερχρέωση μίας χώρας υπερβεί ένα ορισμένο επίπεδο ή/και γίνει εμφανής στα πλαίσια μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι επίλυσης της: (α) η ονομαστική διαγραφή εκείνου του μέρους των χρεών που είναι πολύ δύσκολο να εξυπηρετηθούν, ειδικά σε μία χώρα που δεν μπορεί να τα μειώσει πληθωριστικά αφού δεν έχει το δικό της νόμισμα και τη δική της κεντρική τράπεζα – η Ελλάδα δεν είχε βέβαια ποτέ, αφού η ΤτΕ ανήκει σε ξένους ή (β) η μεταφορά των χρεών του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα (=όταν δεν χρεοκοπεί επίσημα το κράτος, χρεοκοπούν οι Πολίτες του). Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Η επιλογή της χρεοκοπίας
Η πρώτη λύση είναι άμεση, επώδυνη και συνώνυμη με τη χρεοκοπία, έχοντας στο παρελθόν επιλεχθεί από χώρες όπως η Αργεντινή και η Ρωσία – ενώ προκύπτει όταν οι Πολίτες αρνούνται να αναλάβουν την πληρωμή των χρεών του δημοσίου.
Έχοντας αναφερθεί εκτενώς στο θέμα ήδη από το 2009 , δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβανόμαστε – εκτός από το ότι έχουν χαθεί όλες οι ευκαιρίες για τη χώρα μας, όπως το 2010 όπου τα χρέη μας ήταν απέναντι στις τράπεζες, κυρίως το 2011 πριν την υπογραφή του PSI, καθώς επίσης το 2015 προτού ψηφισθεί το τρίτο μνημόνιο.
Απαιτεί φυσικά τη ρήξη με τους πιστωτές, με όλα όσα ρίσκα κάτι τέτοιο συνεπάγεται – ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απομονώνεται η χώρα από τις αγορές, οπότε είναι υποχρεωμένη να χρηματοδοτεί μόνη της τις ανάγκες της.
Η μεταφορά των χρεών στον ιδιωτικό τομέα
Η δεύτερη λύση διαρκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι λιγότερο οδυνηρή, όπως έχει τεκμηριωθεί από εκείνες τις χώρες που ακολούθησαν το συγκεκριμένο δρόμο (Βραζιλία, Τουρκία, Ν. Κορέα κλπ.).
Ο τρόπος τώρα, μέσω του οποίου γίνεται η μεταφορά των δημοσίων χρεών στον ιδιωτικό τομέα, είναι το σύστημα των μνημονίων που επιβάλλει το ΔΝΤ – αφού αυτό καλείται για να διασώσει μία χώρα από την πτώχευση της, συνήθως λόγω των εξωτερικών της χρεών ως αποτέλεσμα των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, το ΔΝΤ υποχρεώνει την εκάστοτε κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους (συντελεστές, μηχανισμός είσπραξης κλπ.), καθώς επίσης να μειώσει τις δαπάνες (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικό κράτος κοκ.), εκβιάζοντας την με την πληρωμή ή μη των δόσεων του δανείου που έχει συμφωνηθεί μαζί της – με πρώτο αποτέλεσμα τη μη περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους της (ισοσκέλιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της), καθώς επίσης του εξωτερικού ιδιωτικού (ισοσκέλιση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Τόσο η αύξηση των φόρων τώρα, όσο και η μείωση των δαπανών, έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών της ακίνητης περιουσίας, τον περιορισμό των εισοδημάτων, τον αποπληθωρισμό, καθώς επίσης την άνοδο των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) χρεών των Πολιτών – απέναντι στο κράτος, στις τράπεζες κλπ.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, όσοι έχουν τη δυνατότητα πληρώνουν τα χρέη τους, ενώ οι υπόλοιποι χάνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στις εξευτελιστικά χαμηλές τιμές που έχουν δημιουργηθεί – μέσω των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών.
Κάποιοι άλλοι βέβαια εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα για να μην επιβαρυνθούν με το υπέρογκο κόστος διάσωσης της – κάτι που, σε συνδυασμό με την ανεργία, δημιουργεί επί πλέον δυσκολίες στο ασφαλιστικό, στη συνταξιοδοτικό κοκ., ενώ επιδεινώνει το δημογραφικό της πρόβλημα.
Έτσι αυξάνεται το καθαρό ιδιωτικό χρέος (=δάνεια μείον τα περιουσιακά στοιχεία) παρά το ότι μειώνεται σε απόλυτο μέγεθος λόγω του μη νέου δανεισμού, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται το δημόσιο ή δεν κλιμακώνεται με τον ίδιο ρυθμό – αφού υποχρεώνονται οι Πολίτες να εξοφλήσουν τις υψηλότερες υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος είτε με τα εισοδήματα, είτε με τις καταθέσεις, είτε με την ακίνητη περιουσία τους.
Παράλληλα επιβάλλονται οι ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης το ξεπούλημα των περιουσιακών του στοιχείων για την εξυπηρέτηση του χρέους – φυσικά σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική τους αξία, αφού κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα που βιώνει τέτοιες οικονομικές συνθήκες, εάν δεν έχει το κίνητρο της αγοράς σε τιμές ευκαιρίας.
Από την άλλη πλευρά προωθούνται μεταρρυθμίσεις, οι γνωστές διαρθρωτικές αλλαγές δηλαδή, για τους εξής λόγους:
(α) αφενός μεν για να καταπολεμηθούν οι αιτίες που προκάλεσαν την υπερχρέωση (διαφθορά, διαπλοκή, φοροδιαφυγή κοκ.), έτσι ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον,
(β) αφετέρου για να εξασφαλισθεί η παροχή φθηνής εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων, με όσο το δυνατόν πιο ελκυστικούς όρους για τους ξένους επενδυτές – οι οποίοι διαφορετικά δεν θα δραστηριοποιούνταν σε μία χρεοκοπημένη χώρα.
Τα μειονεκτήματα της μεθόδου του ΔΝΤ
Το πρώτο μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η μεγάλη αύξηση του ιδιωτικού χρέους, μετά την αρχική μείωση του – όπως στο παράδειγμα της Ν. Κορέας στα πλαίσια της ασιατικής κρίσης και της δραστηριοποίησης του ΔΝΤ, όπου τα χρέη του ιδιωτικού της τομέα έχουν εκτοξευθεί στο 255% του ΑΕΠ της, έναντι μόλις 38% του δημοσίου.
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί στη Σουηδία, καθώς επίσης στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, ως αποτέλεσμα της τραπεζικής κρίσης που αντιμετώπισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 – χωρίς όμως να απαιτηθεί η δραστηριοποίηση του ΔΝΤ.
Στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιρλανδίας τώρα, οι οποίες είχαν χαμηλό δημόσιο χρέος όταν ξέσπασε η κρίση, η διάσωση των τραπεζών εκ μέρους τους τριπλασίασε στην πρώτη και τετραπλασίασε στη δεύτερη το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, παρά το ότι δεν αντιμετώπισαν μεγάλη πτώση του – ενώ διενεργήθηκαν ταυτόχρονα επιθετικές κατασχέσεις και πλειστηριασμοί της ακίνητης περιουσίας των Πολιτών τους, για να περιορισθεί το δικό τους χρέος (στην Ιρλανδία σήμερα το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ από την εγκατάσταση ξένων πολυεθνικών για φορολογικούς λόγους, καθώς επίσης από τα βρώμικα στατιστικά παιχνίδια).
Κάτι σχετικά ανάλογο συνέβη στην Κύπρο λόγω της τραπεζικής κρίσης που βίωσε, το δημόσιο χρέος της οποίας αυξήθηκε από 45% του ΑΕΠ το 2008 στο 108,9% το 2015, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα χρέη του ιδιωτικού της τομέα εκτοξεύθηκαν στα ύψη – παρά το ότι επιβλήθηκε ένα άγριο κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, με κύρια θύματα τους Ρώσους.
Στην Πορτογαλία η αύξηση του δημοσίου χρέους ήταν από 71,7% του ΑΕΠ το 2008 στο 127% περίπου σήμερα – ενώ αφενός μεν ιδιωτικοποίησε τα πάντα, αφετέρου μείωσε τις κρατικές δαπάνες χωρίς καμία καθυστέρηση, ενώ η μείωση του ιδιωτικού της χρέους εξασφαλίσθηκε με την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Πολιτών (η κατάσταση της άλλαξε ριζικά μετά την εκλογή μίας νέας, έντιμης κυβέρνησης).
Στην Ισλανδία, η οποία αρνήθηκε να πληρώσει τα χρέη των τραπεζών της και βίωσε μία οδυνηρή κρίση χρεοκοπίας, το δημόσιο χρέος της επίσης τετραπλασιάστηκε, κυρίως όμως ως αποτέλεσμα την υποτίμησης του νομίσματος της που επέβαλλε το ΔΝΤ, ενώ το ιδιωτικό χρέος της είναι στα ύψη – στο 320% του ΑΕΠ της, έναντι 275% της Πορτογαλίας (γράφημα), έχοντας μειωθεί στη συνέχεια ποσοστιαία, λόγω της επιστροφής της σε πορεία ανάπτυξης, οπότε της αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ άλλων (σε $) μέσω της ανόδου της ισοτιμίας του νομίσματος της.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ιδιωτικού χρέους της Ισλανδίας (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος) και της Πορτογαλίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος), ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους.
Περαιτέρω, το δεύτερο και μεγαλύτερο μειονέκτημα της αποφυγής της χρεοκοπίας μέσω του ΔΝΤ, είναι η επιστροφή της κρίσης μερικά χρόνια μετά, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας και της Τουρκίας σήμερα – μέσω των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, τα οποία αυξάνουν τα εξωτερικά χρέη τους, υποτιμούν το νόμισμα με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος των εισαγομένων προϊόντων, καθώς επίσης το εξωτερικό χρέος σε όρους εγχωρίου νομίσματος κοκ.
Η αιτία είναι το ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις με αγοραστές τους ξένους, καθώς επίσης οι εξαγορές των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα από αλλοδαπούς ομίλους ή απλά η εγκατάσταση τους, έχουν ως αποτέλεσμα αφενός μεν την εξαγωγή των κερδών στις χώρες τους, αφετέρου την εισαγωγή των δικών τους προϊόντων – όπως στο παράδειγμα της LIDL στην Ελλάδα.
Φυσικά η πολυεθνική εξάγει τα κέρδη της στην πατρίδα της, ενώ προωθεί όσο περισσότερο μπορεί γερμανικά προϊόντα – κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικρίνει κανείς, αφού οφείλεται στον οικονομικό πατριωτισμό της.
Ως αποτέλεσμα πάντως αυτής της διαδικασίας αυξάνουν ξανά τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, άρα το εξωτερικό χρέος, οπότε αργά ή γρήγορα η εκάστοτε χώρα βιώνει μία επόμενη κρίση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, όπου το χρέος της είναι εξωτερικό, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του (τόκοι) μειώνουν συνεχώς την ήδη προβληματική ρευστότητα στην εσωτερική της αγορά – οπότε ουσιαστικά στραγγαλίζεται η Οικονομία της από πολλές διαφορετικές πλευρές, πόσο μάλλον όταν είναι η μοναδική χώρα που δεν συμμετείχε ποτέ στο πρόγραμμα της ΕΚΤ (QE), κυρίως λόγω της κυβέρνησης του 2015 και των καταστροφικών χειρισμών της.
Η μεσοβέζικη «επιλογή» της Ελλάδας
Ο τρόπος της αντιμετώπισης της κρίσης υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα είναι ασφαλώς θέμα επιλογής – ενώ η σημαντικότερη πτυχή του είναι η εξάλειψη εκείνων των αιτιών, οι οποίες οδήγησαν στην υπερχρέωση, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον.
Η επιλογή όμως αυτή είναι τόσο λιγότερο επώδυνη, καθώς επίσης τόσο περισσότερο αποτελεσματική, όσο δεν καθυστερεί να ληφθεί η όποια απόφαση – είτε η άμεση χρεοκοπία δηλαδή, είτε η μέθοδος του ΔΝΤ, την οποία πρέπει να τηρήσει μία χώρα βασιλικότερα του βασιλιά, χωρίς αντιδράσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας έχει επιλεχθεί μεν εκ των πραγμάτων η λύση του ΔΝΤ, της Γερμανίας και της Τρόικα κατ’ επέκταση, αφενός μεν από τις κυβερνήσεις της, αφετέρου από τη μη αντίδραση των Πολιτών, αλλά δεν ήταν και δεν είναι από κανέναν συνειδητή – οπότε δεν εφαρμόσθηκε ούτε με το σωστό τρόπο.
Ακόμη χειρότερα, έχει αποφευχθεί εντελώς το βασικότερο στοιχείο της: η εξάλειψη των αιτιών που οδήγησαν το κράτος στην υπερχρέωση του (διαφθορά, διαπλοκή, πελατειακό κράτος κοκ.) – ενδεχομένως επειδή ο στόχος της Γερμανίας είναι η υφαρπαγή όλων όσων έχει και δεν έχει, καθώς επίσης η παραδειγματική τιμωρία της για να μην τολμήσει να της αντισταθεί καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης (οπότε την εξυπηρετεί).
Πρόκειται λοιπόν για τη χειρότερη δυνατή επιλογή ενός κράτους – για μία «μεσοβέζικη λύση» που δεν οδηγεί πουθενά και που λόγω της οποίας όλες οι συνθήκες βαίνουν νομοτελειακά προς το χειρότερο.
Προς τη μετατροπή της σε μία άβουλη ξένη αποικία, εάν ενδιάμεσα δεν οδηγηθεί στο χάος – σε ένα αποτυχημένο κράτος όπως ήδη συμβαίνει στην Ελλάδα, κρίνοντας από την πρόσφατη, ολοσχερή κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού στο Μάτι και όχι μόνο.
Για παράδειγμα, εάν οι Έλληνες επέλεγαν να πληρώσουν τους δανειστές της χώρας τους με τη μεταφορά μέρους των περιουσιακών τους στοιχείων στο δημόσιο το 2010, όπως είχαμε εξετάσει εκείνη την εποχή, θα τους κόστιζε πολύ λιγότερο – αφού τότε η ακίνητη περιουσία τους ήταν κατά 600 δις € ακριβότερη, του δημοσίου είχε υπολογισθεί στα 300 δις € από το ΔΝΤ, οι μισθοί και οι συντάξεις τους ακόμη υψηλοί, η αξία των επιχειρήσεων τους πολύ μεγαλύτερη κοκ.
Από την άλλη πλευρά, εάν επέλεγαν τη χρεοκοπία το 2010 ή το 2011, αφενός μεν είχαν τα οικονομικά μέσα ακόμη για να ανταπεξέλθουν με τα οδυνηρά της επακόλουθα, αφετέρου η χώρα ήταν σε θέση να μετατρέψει τα εξωτερικά της χρέη σε δραχμές – οπότε να εξυπηρετεί σταδιακά τις υποχρεώσεις της με ένα πληθωριστικό νόμισμα, γεγονός που θα σήμαινε ότι, θα συμμετείχαν στην απώλεια της αγοραστικής του αξίας και οι δανειστές της.
Ως εκ τούτου, μη επιλέγοντας συνειδητά έναν από τους δύο παραπάνω τρόπους, έχουμε βρεθεί στη χειρότερη δυνατή θέση – σε μία κατάσταση κυλιόμενης χρεοκοπίας, όπου η οικονομία μας συνεχίζει να επιδεινώνεται σε τρομακτικό βαθμό.
Η όποια σταθεροποίηση της οφείλεται δυστυχώς στον τουρισμό, ο οποίος όμως είναι συγκυριακός – με τις πρώτες ρωγμές να διαφαίνονται ήδη.
Ακόμη χειρότερα, δεν έχει αντιμετωπισθεί κανένα από όλα εκείνα τα προβλήματα που υπερχρέωσαν τη χώρα, κυριότερο εκ των οποίων είναι ασφαλώς το πελατειακό κράτος – ενώ, εκτός αυτού, η Ελλάδα είναι εντελώς απροετοίμαστη και ανοχύρωτη απέναντι στην επόμενη παγκόσμια κρίση, η οποία είναι νομοτελειακή ανά κάποια χρόνια.
Έτσι βιώνουμε τα μειονεκτήματα και των δύο τρόπων επίλυσης της κρίσης, τόσο της χρεοκοπίας δηλαδή, όσο και της μεταφοράς μέρους της ιδιωτικής περιουσίας στο δημόσιο, χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματα τους – κάτι που δεν μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί σφάλμα μόνο των δανειστών, αφού οφείλεται και σε εμάς τους ίδιους.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ιταλία, η οποία όμως έχει αφενός μεν τη βοήθεια της ΕΚΤ, αφετέρου τη δυνατότητα επιστροφής στη λιρέτα – οπότε διαθέτει ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί, ειδικά λόγω του μεγέθους της οικονομίας της, καθώς επίσης της σημασίας της για τη διατήρηση της Ευρωζώνης, την οποίο εμείς δεν έχουμε.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όλα τα παραπάνω αποτελούν πια ιστορία, η οποία δυστυχώς δεν αλλάζει όσο και αν θέλουμε – οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να εκτιμήσουμε τη σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας ρεαλιστικά, αναζητώντας τη σωστή λύση υπό τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν και τις οποίες βιώνουμε.
Βέβαια, οποιαδήποτε λύση και αν επιλεχθεί, θα πρέπει να εμπεριέχει τη ριζική εξυγίανση του κράτους – αφού χωρίς αυτήν δεν πρόκειται να επιλυθεί κανένα πρόβλημα της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Εκτός αυτού, την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων της υπερχρέωσης και της κυλιόμενης χρεοκοπίας (PSI, μνημόνια κλπ.), έτσι ώστε να αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα των Ελλήνων – καθώς επίσης για να ανοίξει επιτέλους ο δρόμος που οδηγεί στην πολιτική τα πραγματικά ικανά άτομα της χώρας, τον οποίο διατηρεί ερμητικά κλειστό το πελατειακό κομματικό κράτος.
Ενδεχομένως δε η ποινική δίωξη όλων όσων συνέβαλλαν στην ανείπωτη καταστροφή της πατρίδας μας μέσω της υπογραφής των μνημονίων, καθώς επίσης της πολιτικής της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της διεθνούς επαιτείας, να μας βοηθούσε στην καταγγελία όλων των αντισυνταγματικών και αποικιοκρατικών δανειακών συμβάσεων – πιθανότατα και στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, τα οποία μας έχουν κοστίσει πάνω από 1 τρις €, ενώ έχουν υπονομεύσει ακόμη και την εδαφική μας ακεραιότητα, καθώς επίσης την εκμετάλλευση των ενεργειακών μας αποθεμάτων.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, όταν διαπιστώνει κανείς πως οι Έλληνες συνεχίζουν να ποτίζουν το δηλητηριώδες αγκάθι που δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να ανθίσει, το πελατειακό-κομματικό κράτος δηλαδή, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις που δίνουν
(α) 30% στη ΝΔ – παρά την κυβίστηση των Ζαπείων, την υπογραφή του PSI, του Mea Culpa του κ. Σαμαρά, του 2ου θηριώδους μνημονίου, της υποταγής στην πολιτική των μνημονίων κλπ., καθώς επίσης
(β) 20% στο ΣΫΡΙΖΑ – παρά την καταστροφική διαπραγμάτευση του 2015, την προδοσία του δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών, το τρίτο μνημόνιο, τον αφελληνισμό του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος, το σκάνδαλο των αεροδρομίων, το τεσσαρακονταετές μνημόνιο, την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας, την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού στο Μάτι κοκ.,
δεν μπορεί να αναζητήσει αισιόδοξα τις σωστές λύσεις – πόσο μάλλον όταν γνωρίζει πως τίποτα σταθερό δεν χτίζεται επάνω σε σαθρά θεμέλια, ότι τα αρρωστημένα κύτταρα σε έναν οργανισμό σχεδόν πάντοτε απορρίπτουν τα νέα εάν δεν αφαιρεθούν με το μαχαίρι, πως η παρθενογένεση δεν είναι εφικτή σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης ότι η Ελλάδα χρειάζεται γρήγορα και απαραίτητα μία εκ βάθρων ανανέωση του πολιτικού της συστήματος. Κατά τον κ. Μαρκεζίνη πάντως τα εξής:
«Πρέπει να αλλάξουμε οπωσδήποτε τους Έλληνες πολιτικούς δρώντες, ακριβώς επειδή πρέπει να αλλάξουμε τις ισχύουσες πολιτικές: χρειαζόμαστε νέες πολιτικές σε εσωτερικό, ήτοι κοινωνικό, επίπεδο· νέες πολιτικές στις εξωτερικές μας σχέσεις και στην εθνική μας άμυνα· νέες πολιτικές στους τομείς των δημόσιων οικονομικών και, εν γένει, της οικονομίας.
Αυτή η καινοτομία όμως μπορεί να προέλθει μόνον από νέα πρόσωπα, που δεν θα ελέγχονται από ξένους παράγοντες αλλά απλώς θα ξέρουν να συνεργάζονται μαζί τους· που δεν θα σαστίζουν από φοβερό αίσθημα κατωτερότητας αν η κυρία Merkel τούς τηλεφωνεί για να τους πει τι πρέπει να κάνουν· που δεν θα είναι εξαρτημένα από τα οικονομικά μας κατεστημένα και άρα που δεν θα νιώθουν υποχρεωμένα να υποκύπτουν στα αιτήματά τους για κάθε λογής «διευκολύνσεις». Υπάρχουν τέτοια πρόσωπα;
Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι: «Ναι!» Ο νέος ηγέτης μας, όμως, πρέπει να μπορεί να ονειρευτεί και, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να έχει το θάρρος, τη φαντασία και τη ρητορική δεινότητα να μεταδώσει αυτό το όνειρο και στον λαό του.
Να κάνει τους συμπατριώτες του υπερήφανους που είναι Έλληνες. Να αναζωπυρώσει την πίστη τους στον Θεό τους, αλλά, συγχρόνως, να τους διδάξει και εκείνο το είδος ανεκτικότητας που δίνει δύναμη σε ένα ενωμένο έθνος και συνάδει με τη νομική μας αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή εκφράζεται και εφαρμόζεται από το δίκαιό μας.
Δεν μπορούμε να πούμε στις άλλες χώρες πώς να κυβερνώνται· οφείλουμε όμως να εξασφαλίσουμε την εντιμότητα, την αποτελεσματικότητα και τη δίκαιη διακυβέρνηση της χώρας μας.
Αν ο ηγέτης έχει πίστη, αν είναι αποδεδειγμένα ανεπηρέαστος και ανεξάρτητος από αμφίβολης εντιμότητας επιχειρηματίες και ξένους πολιτικούς, και αν μπορεί επιπλέον να εμπνεύσει έναν νέο στόχο στους Έλληνες και να τους κάνει να πιστέψουν σε αυτόν, τότε, ναι, μπορεί να τα καταφέρει.
Και θα τα καταφέρει, εφόσον συνεργαστεί με ανθρώπους τους οποίους θα επιλέξει με βάση την αξία τους, και όχι κομματικά κριτήρια.
Θα τα καταφέρει, εφόσον αρχίσει τη διακυβέρνησή του αποκαθιστώντας πάραυτα τις οικονομικές αδικίες που έχουν υποστεί οι πιο αδύναμοι, οι πιο φτωχοί, οι πιο περιθωριοποιημένοι, οι ξεχασμένοι συνταξιούχοι, οι απόκληροι.
Θα τα καταφέρει, εφόσον πείσει τους πλουσίους (και στην Ελλάδα έχουμε πολλούς!) να δώσουν τη βοήθειά τους σε αυτήν τη φάση έντονης ανάγκης, και εφόσον, ως αντάλλαγμα, θέσει σε ισχύ ένα φορολογικό καθεστώς που θα τους προσφέρει κίνητρα αλλά και σταθερότητα φορολογικής ρύθμισης για να κάνουν εκ νέου επενδύσεις στην Ελλάδα.
Τέλος, θα τα καταφέρει εφόσον προσελκύσει νέους φίλους από το εξωτερικό, μέχρις ότου οι παλιοί φίλοι λογικευθούν και ξαναφερθούν στη χώρα μας με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Αυτό το προτείνω από καιρό, αλλά πρέπει να γίνει αμέσως!»
Υπάρχει αλήθεια ένας τέτοιος ηγέτης στην Ελλάδα, ή μήπως πρόκειται για μία αυταπάτη του συμπαθέστατου ακαδημαϊκού; Ακόμη και αν υπάρχει, έχει χρόνο σήμερα η Ελλάδα, αφού έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από το 2012 που γράφηκε το κείμενο του, ενώ έχουν έκτοτε μεσολαβήσει πολύ μεγαλύτερα εγκλήματα;
Ή μήπως η μοναδική δυνατότητα της χώρας μας πια δεν είναι άλλη από την επώδυνη, πλήρη ανατροπή της έννομης τάξης, για να κατεδαφιστεί το σαθρό οικοδόμημα εκ θεμελίων και να δημιουργηθεί ένα εντελώς καινούργιο, υγιές και αποτελεσματικό;
Παρά το μεγάλο ανθρώπινο πόνο που θα προκαλούσε, αφού ασφαλώς θα γύριζε την ελληνική οικονομία ακόμη πιο πίσω, αφήνοντας ολόκληρη τη σημερινή γενιά με τραύματα ανάλογα του Εμφυλίου των μέσων της δεκαετίας του ’40;
Η απάντηση κατά την άποψη μας είναι εύκολη, σχεδόν αυτονόητη εάν δεν τρέφει κανείς αυταπάτες και δεν πιστεύει σε προικισμένους ηγέτες ή στον από μηχανής θεό – έχοντας την άποψη πως οι Πολίτες πρέπει να πάρουν επιτέλους τη ζωή τους στα χέρια τους.
Πόσο μάλλον εάν γνωρίζει τη σημερινή κατάσταση της χώρας, καθώς επίσης πού οδηγείται – ενώ δεν είναι πρόθυμος να σκύβει συνεχώς το κεφάλι ότι και αν του ζητείται, καθώς επίσης να πληρώνει χρέη στο διηνεκές (τα οποία όμως δεν θα μειώνονται ποτέ, καθιστώντας αυτών και τα παιδιά του σκλάβους χρέους).
Εν τούτοις δεν θα την αναφέρουμε, θεωρώντας πως δεν έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε – αφού οφείλει να είναι μία συλλογική απόφαση, η οποία έτσι και αλλιώς θα συμβεί, όταν δεν θα έχουν πια τίποτα άλλο να χάσουν οι Έλληνες εκτός από τις αλυσίδες τους. Πρέπει αλήθεια να περιμένουν αυτή την απίστευτα οδυνηρή κατάληξη, πριν ενεργοποιηθούν; Ούτε εδώ δεν θα απαντήσουμε, αφού εάν δεν γνωρίζει κανείς από μόνος του την απάντηση, τότε είναι ασφαλώς περιττή η δική μας.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
ΠΗΓΗ
Ενα Like μας βοηθάει να συνεχίσουμε Facebook
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ορισμένα αναρτώμενα απο το διαδίκτυο, κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής) θεωρούμε οτι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου !!!!!
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ορισμένα αναρτώμενα απο το διαδίκτυο, κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής) θεωρούμε οτι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου !!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Το ΕΠΙΟΣΥ INFO ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω e-mail έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις , υβριστικά ή συκοφαντικά θα αφαιρούνται!